έκβολος

έκβολος
ἔκβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος
2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος
3. ξεχωρισμένος
4. διωγμένος
5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον
α) απόρριμμα, απόβλημα
β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» — τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που βγαίνουν στην ξηρά
6. φρ. «πόντου ἔκβολον» — γιαλός όπου το κύμα μπαίνει στη στεριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔκβολος — thrown out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολον — ἔκβολος thrown out masc/fem acc sg ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλοις — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλου — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλους — ἔκβολος thrown out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολα — ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολοι — ἔκβολος thrown out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρέκβολος — ον, ΜΑ (για λίθο) αυτός που παράγει φωτιά μσν. 1. μτφ. (για ομιλητή) αυτός τού οποίου οι λόγοι είναι φλογεροί, καυστικοί ή δηκτικοί, όπως οι σπινθήρες τής φωτιάς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρέκβολα μηχανές παραγωγής φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ… …   Dictionary of Greek

  • πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”